- εὔομβρος
- εὔ-ομβρος, reich an Regen, regnerisch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εύομβρος — εὔομβρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει αφθονία βροχής («εὔομβρον εἶναι τὴν Αἴγυπτον», Στράβ.) 2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όμβρος «βροχή»] … Dictionary of Greek
εὔομβρος — abounding in rain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔομβρον — εὔομβρος abounding in rain masc/fem acc sg εὔομβρος abounding in rain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευομβρία — εὐομβρία, ἡ (Α) [εύομβρος] αφθονία βροχής … Dictionary of Greek
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek